εξάρτημα

εξάρτημα
το, -ατος
1. αυτό που κρέμεται από κάπου.
2. καθένα από τα κομμάτια από τα οποία συναρμολογείται (μοντάρεται) κάποιο μηχάνημα ή καθένα από τα αυτοτελή όργανα που είναι προσαρτημένα σε κάποιο μηχάνημα, συμπλήρωμα: Εξαρτήματα αυτοκινήτου.
3. μτφ., άνθρωπος που εξαρτιέται οικονομικά από άλλον και που γι' αυτό υποστηρίζει τα συμφέροντα εκείνου: Δεν είμαι εξάρτημα κανενός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐξάρτημα — that which is suspended from neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξάρτημα — το (Α ἐξάρτημα) [εξαρτώ] νεοελλ. 1. καθένα από τα μέρη που αποτελούν ένα μηχανικό σύνολο («εξάρτημα μηχανής, αυτοκινήτου» κ.λπ.) 2. άνθρωπος που εξαρτάται οικονομικά, πνευματικά κ.λπ. από άλλον και ως αντάλλαγμα υποστηρίζει τα συμφέροντα και τις… …   Dictionary of Greek

  • αερόσακος — Εξάρτημα των αυτοκινήτων, που προφυλάσσει τον οδηγό και τους επιβάτες σε περίπτωση σύγκρουσης. Πρόκειται για ειδικό σάκο που ενεργοποιείται και γεμίζει με αέρα κατά τη στιγμή της πρόσκρουσης και εμποδίζει –στο μέτρο του δυνατού– την επαφή του… …   Dictionary of Greek

  • φλάντζα — Εξάρτημα στεγανότητας που εφαρμόζεται μεταξύ μεταλλικών επιφανειών ώστε να εμποδίζεται η διαρροή των ρευστών. Λέγεται και παρέβυσμα. Για φ. χρησιμοποιούνται διάφορα ευκολοπροσάρμοστα υλικά, ανάλογα με τις πιέσεις και τις θερμοκρασίες λειτουργίας… …   Dictionary of Greek

  • παράβλημα — Εξάρτημα που χρησιμοποιείται για τη μείωση της έντασης των χτυπημάτων ενός πλοίου πάνω στην προβλήτα ή στα πλευρά άλλου πλοίου. Λέγεται και στρωμάτσο. Τα π. κρεμιούνται πριν από το άραγμα ή στερεώνονται στα σημεία εκείνα που δέχονται τα χτυπήματα …   Dictionary of Greek

  • ἐξαρτημάτων — ἐξάρτημα that which is suspended from neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαρτήμασι — ἐξάρτημα that which is suspended from neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαρτήματα — ἐξάρτημα that which is suspended from neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαρτήματος — ἐξάρτημα that which is suspended from neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”